- (ε)ξώπετσα
- (ε)ξώπετσαεπίρρ. τοπ., εξώδερμα (βλ. λ.).ξώπετσαεπίρρ. τοπ., ξυστά, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξέσκουρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξώπετσα — η βλ. εξώπετσα … Dictionary of Greek
εξώπετσα — (I) και ξώπετσα, η η εξωτερική επιφάνεια τού δέρματος. (II) και ξώπετσα επίρρ. βλ. εξώπετσος … Dictionary of Greek
(ε)ξώδερμα — επίρρ. τοπ., στην επιφάνεια του δέρματος, ξώπετσα, όχι βαθιά, επιπόλαια: Τον πήρε το βόλι ξώδερμα. ξώδερμα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώπετσα, ξώφαλτσα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωπέτσιν — ἐξωπέτσιν (Μ) επίρρ. ξώπετσα, επιπόλαια … Dictionary of Greek
εξώπετσος — και ξώπετσος, η, ο 1. επιδερμικός 2. επιφανειακός 3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα επιπόλαια, επιφανειακά … Dictionary of Greek
ξέλειχα — επίρρ. 1. επιπόλαια 2. έξω έξω, άκρη άκρη, ξώπετσα («τόν πέτυχε ξέλειχα η σφαίρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
ξέσκουρα — επίρρ. 1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα») 2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις») … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
ξώδερμα — επίρρ. σχεδόν πάνω στην επιφάνεια τού δέρματος, επιφανειακά, ξώπετσα, επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώδερμα, με σίγηση τού αρκτ. ε ] … Dictionary of Greek
ξώφαρσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος. επίρρ... ξώφαρσα επιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»] … Dictionary of Greek